Α/Π «ΜΟΣΧΑΝΘΗ»
Η εταιρεία Τόγια υπήρχε και προπολεμικά, με πολλά ακτοπλοϊκά. Το «Μοσχάνθη» εκτελούσε τις γραμμές των νοτίων Κυκλάδων κατά τις δεκαετίες του 50 και του 60 (Πειραιάς-Σύρος-Πάρος-Νάξος) και τις άγονες γραμμές των μικρών νησιών (Δονούσα – Σχοινούσα – Κουφονήσια - Ηράκλεια), Ίος Σαντορίνη.
Η άλλη άγονος γραμμή ήταν Πειραιάς-Σύρος-Πάρος-Νάξος-Ίος (Σίκινος, Φολέγανδρος)-Σαντορίνη.
Τα πλοία όπως το «Μοσχάνθη» με μπαστούνι ή τσιμπούκι στη γερτή πλώρη, προπολεμικής ναυπηγήσεως, τα ονόμαζαν τύπου Γιοτ. Τύπου Γιοτ ήταν και το «Κωστάκης» του Τόγια και το «Ηλιούπολις» που εξυπηρετούσαν τις Κυκλάδες την ίδια εποχή, όπως και ο «Γλάρος» και το «Λουτσίντα», που εξυπηρετούσαν κυρίως το Ιόνιον.
Τα πλοία αυτά είχαν καρένα και πολλά βρεχάμενα, δηλαδή ήταν «βαθιά» καράβια. Το «Μοσχάνθη» ήταν ένα μικρό βαπόρι περίπου 500 τόνων, πολύ καλοτάξιδο και σπανιότατα πόδιζε (ή μπόδιζε) (δηλαδή παρέμενε αναγκαστικά στο λιμάνι λόγω θαλασσοταραχής). Την περίοδο που εκτελούσε τις γραμμές των νοτίων Κυκλάδων, για πολλά χρόνια είχε πλοίαρχο τον καπετάν Κώστα από το Γαλαξίδι. Αυτός είχε γίνει ένα με το πλοίο. Και το βάδισμά του ακόμη, ήταν προσαρμοσμένο στο κούνημα του πλοίου του, όπως τον είδα μία μέρα να ανεβαίνει την οδό Σταδίου πατώντας μία δεξιά και μία αριστερά σαν σε τρικυμία.
Το πλοίο είχε μία έλικα, αργόστροφη, που την κινούσε μία κλασική παλινδρομική μηχανή, νομίζω τριών διαβαθμίσεων, υψηλής, μεσαίας, και χαμηλής πιέσεως. Έκανε επτά περίπου ώρες από το Πειραιά για Σύρο και η ταχύτης του ήταν λίγο μεγαλύτερη των δέκα μιλίων. Το σκάφος ήταν φτιαγμένο, όπως έλεγαν, από λαμαρίνα γαλβανισμένη και οι νομείς του ήταν πολύ πυκνοί, ήταν δηλαδή πολύ καλοφτιαγμένο. Για να κατέβεις στη βάρκα από το κατάστρωμα (τότε στα νησιά βγαίνανε με βάρκες) χρησιμοποιούσαν μία σκαλίτσα που είχε μόνο τέσσερα σκαλοπάτια, τόσο χαμηλό ήταν. Όταν ανέβαινες στο πλοίο υπήρχαν δύο στενοί διάδρομοι δεξιά και αριστερά όπου εστοιβάζοντο οι επιβάτες της Γ΄ θέσεως με τα καλάθια τους (το 1950 με 1960 δεν είχαν βαλίτσες), και τα κοτόπουλα ή τα σφαγμένα κατσικάκια (ριφάκια) που έφερνα δώρα στους Αθηναίους συγγενείς, ή καμιά φορά σε πολιτικούς παράγοντες για κάποιο ρουσφέτι. Στο μέσον μεταξύ των διαδρόμων ήταν το καρέ της Α΄ θέσεως, εμπρός, και της Β΄ θέσεως πρύμνηθεν. Εκεί σε παρελάμβαναν οι καμαρότοι και σε οδηγούσαν στα τάρταρα του πλοίου που βρισκόντουσαν οι καμπίνες, οι οποίες δεν αερίζοντο γιατί τα φινιστρίνια (ή φιλιστρίνα) ήταν χαμηλά, και δεν τα άνοιγαν παρά σπανίως, για να μη μπαίνει η θάλασσα.
Σ’ ένα ταξίδι προς Πειραιά, στο λιμάνι της Τζιας, στη Κορησσία, κάποιος από μία βάρκα έβαλε το χέρι του στο φιλιστρίνι και έκλεψε τις παντούφλες μιας γριάς που έκλαιγε και φώναζε σε νησιώτικη προφορά «μπρε πως θε νάβγω η δύστυχη αξυπόλητη στο Περαία». Οι χώροι μέσα στο πλοίο εμύριζαν τη λεγόμενη βαπορίλα, κράμα μυρωδιάς κλεισούρας, χνώτων, εμετών, κ.λπ. Η μυρωδιά αυτή προδιέθετε πολλούς σε ναυτία. Όχι μόνο στην τρίτη θέση αλλά και στη δεύτερη και στη θεωρούμενη επίσημη (πρώτη θέση), υπήρχαν καλάθια με σταλέντα. Όταν γέμιζε το καλάθι, ραβόταν με σακοράφα ένα άσπρο πανί από επάνω, στο οποίο με μελάνι ή με μολύβι ανιλίνης που έγραφε μωβ (λιλά) όταν υγραινόταν, εγράφετο με σαφήνεια η διεύθυνση ή τα αρχικά του μεταφορέα ή του παραλήπτη (όπως π.χ. «Στον κύριο πατέρα μου τον άνδρα της μητέρας μου».
Στον Πειραιά γινόντουσαν και λάθη. Στη διαλογή των καλαθιών, κάποιος βιαστικός βούτηξε ένα καλάθι που έφευγε και στις διαμαρτυρίες του άλλου του λέει: Δεν βλέπεις τι γράφει μπρε; Π και Ρ, το όνομά μου, Νικόλαος Φλωράκης. Στην πλώρη βρισκόταν το αμπάρι και το βίντσι. Στο χώρο αυτό έβαζαν τα διάφορα ζωντανά, αρνιά, κατσίκια, και κανένα μοσχαράκι που επρόκειτο να μεταφερθούν στον Πειραιά. Τότε είχαμε και άλλη ευχάριστη μυρωδιά από τη πλώρη. Όμως το πλοίο αυτό ήταν πολύ αγαπητό σε όλα τα κυκλαδονήσια που επί χρόνια εξυπηρετούσε. Το όνομά του, το τόσο γνωστό, οφείλεται και σε δύο προηγούμενα
«Μοσχάνθη»: Στο προπολεμικό «Μοσχάνθη» (όμοιο περίπου στην κοψιά, αλλά λίγο μεγαλύτερο), που έκανε συνήθως τη γραμμή της Μήλου και στο Μοσχάνθη του Αργοσαρωνικού, μικρότερο, με κάθετη πλώρη (μπαλτάς). Τόσο αγαπητό ήταν αυτό το πλοίο που το τραγουδούσαν στα γλέντια τους.
Στη Σαντορίνη, σε ένα μεγάλο γλέντι, με χορό, νταούλια, πίπιζες, βιολιά και άφθονο μπρούσκο (υψηλόβαθμο σαντορινιό κρασί), τραγουδούσαν τον ακόλουθο στοίχο μέχρι το πρωί:
Με τη δόλια τη Μοσχάνθη
Περιμένω γράμμα ν’ άρθει
Περιμένω γράμμα ν’ άρθει
Με τη δόλια τη Μοσχάνθη.
Με τη δόλια τη Μοσχάνθη
Περιμένω… κ.ο.κ.
Όσο για τη μουσική και αυτή παρουσίαζε ανάλογη ποικιλία με το στοίχο! Ήταν πολύ όμορφο πλοίο. Με την κομψή του πλώρη, με τα γυρτά προς τα πίσω πανύψηλα άλμπουρα (κατάρτια) του, με τη γυρτή επίσης τσιμινιέρα του και με τα χρώματα του Τόγια σου θύμιζε παλαιότερη εποχή.
Πράγματι, ήδη από το 1950 το στιλ του, δηλαδή η μόδα του γιοτ, ήταν ξεπερασμένη.
Πολλές φορές προσπάθησα να μάθω πότε ναυπηγήθηκε, δεν το κατάφερα. Πιστεύω ότι ναυπηγήθηκε προ του 1930. Το «Μοσχάνθη» απεσύρθη από τις νότιες Κυκλάδες περί το τέλος της δεκαετίας του 60. Κατ’ αυτή την περίοδο (όταν το πλοίο ήταν πρυμνοδετημένο) του έκαναν διάφορες τροποποιήσεις, του αφαίρεσαν τα υψηλά του ωραία άλμπουρα αλλά και τις δύο τουαλέτες που σε υποδέχοντο, και έτσι, ολίγον κουτσουρεμένο, όπως το έχει η έγχρωμη φωτογραφία, το μετέφεραν στη γραμμή Ραφήνας-Καρύστου-Τήνου όπου και εκεί εργάστηκε για καιρό μέχρις ότου εστάλη για διάλυση.
Ήταν χάρμα να το βλέπεις να ταξιδεύει με τρικυμία. Μία να προβάλει ψηλά πάνω στο κύμα και μία να χάνεται μέσα στους άσπρους αφρούς και να φαίνεται μόνο η τσιμινιέρα με τον καπνό. Με τον καιρό στην πάντα ταξίδευε θαυμάσια, χωρίς διατοιχισμούς (Μπότσι). Με τον καιρό στη πλώρη έσχιζε το κύμα και μόνο το επηρέαζε ο καιρός στις πρυμιές μάσκες (δευτερόπρυμνα). Τότε, όταν ο καιρός ήταν δυνατός, έκανε τόσο διατοιχισμό που έφευγαν οι καρέκλες από τη μία πλευρά του καπνιστηρίου και κτυπούσαν στην άλλη. (Το καπνιστήριο είναι το υπερκατασκεύασμα κάτω από τη γέφυρα τιμονιέρα, με τα διπλά παράθυρα).
Πλοία της εταιρείας «Τόγια»
Προπολεμικά: Το γρήγορο Α/Π «Νικόλαος Τόγιας» και το Α/Π «Γεώργιος Τόγιας», και τα δύο με πλώρη μπαλντά (κάθετη). Α/Π «Μοσχάνθη», με πλώρη μπαστούνι. Α/Π «Κώστας» μικρό πλοίο στη γραμμή Ραφήνας-Στύρων-Αλιβερίου και Ραφήνας-Καρύστου. «Αρντένα» αρκετά μεγάλο, ταχύ, μοντέρνο για την εποχή του (λίγο προ του 1940), με δύο τσιμινιέρες και κάθετη πρύμη.
Μεταπολεμικά: Α/Π «Έλλη» (πρώην Πειραιεύς) από τις γερμανικές επανορθώσεις. Α/Π «Κωστάκης Τόγιας», ωραίο πλοίο, ευσταθές, τύπου γιοτ, επωλήθη και μετεσκευάσθη στο Μ/V «Μαρινέλα». F/B «Έλλη», ναυπηγήθηκε στο Πέραμα.

Εταιρεία «Φουστάνου»
Είχε τρία πλοία:
1. M/V «ΔΕΣΠΟΙΝΑ»
Ήταν μετασκευασμένο πλοίο, νομίζω του Αμερικανικού πολεμικού ναυτικού. Ήταν 900 τόνων περίπου. Θεωρείτο ταχύ, γιατί όταν άρχισε τις γραμμές στις Κυκλάδες, το 1952, το συνέκριναν με το «Μοσχάνθη» και με το αργό «Αμαρύνθια». Ταξίδευε με 14 έως 14,5 μίλια. Ήταν λευκό, με μπλέ ταινία στη κίτρινη τσιμινιέρα του. Ήταν κοντό, πλατύ και αβαθές σκάφος με δύο πολύστροφες μηχανές Diesel και οι προπέλες του ήταν πολύστροφες (εν σχέση με το «Μοσχάνθη»). Μέσα στο λιμάνι έκανε ταχύτατους ελιγμούς με ευκολία και πρυμνοδετούσε αμέσως. Ο Κόσμος το χαρακτήριζε για το ευέλικτο του ως «τζιπ». Με τον καιρό από τη πλώρη πηδούσε σαν άλογο (τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δημιουργούσε στον επιβάτη) αλλά πρύμα ή δευτερόπρυμα ταξίδευε θαυμάσια (το αντίθετο του «Μοσχάνθη»). Επί χρόνια είχε πλοίαρχο το καπετάν Μπέη (νομίζω από τη Χαλκίδα) και αργότερα κάποιον Κεφαλωνίτη ονόματι καπετάν Καρμανιόλα. Ο Καρμανιόλας είχε στο διαμέρισμα του τιμονιού μία μαϊμού δεμένη με αλυσίδα, που ανέβαινε στη σκεπή της τιμονιέρας και αγνάντευε. Καθημερινώς περνούσε από τη Σύρο (ή για τις γραμμές Παροναξίας Σαντορίνης ή για τη γραμμή Σύρου, Τήνου, Μυκόνου, Ικαρίας, Σάμου ή για Τήνο, Άνδρο). Πριν τελειώσει η δεκαετία του 60 είχε αποσυρθεί από τις ακτοπλοϊκές γραμμές.
2. Φορτηγοποστάλι «ΓΕΩΡΓΙΟΣ Φ.»
Προερχόταν από μετασκευή του όμοιου σκάφους, όπως αυτό που μετασκευάστηκε στο Δέσποινα. Η διαφορά ήταν ότι δεν είχαν δημιουργηθεί καμπίνες μέσα στο σκάφος αλλά αμπάρια. Ενώ στο «Δέσποινα» η μία μηχανή από τις δύο ήταν πιο μπροστά από την άλλη, στο «Γεώργιος Φ.» η μπροστινή είχε μεταφερθεί δίπλα στην άλλη, οπότε εδημιουργήθηκε περισσότερος χώρος, μεγαλύτερος όγκος για τα φορτία που μετέφερε. Είχε όμως και τη δυνατότητα να μεταφέρει και λίγους επιβάτες. Στη Σύρο έφερνε διάφορες ύλες για τη βιομηχανία της π.χ. υφαντικές ίνες (μπάλες μπαμπάκι, τσελβόλ), φινιριστικά υλικά, χημικοτεχνικά σκευάσματα της υφαντουργίας και της βυρσοδεψίας, υφαλοχρώματα, ισαλοχρώματα, αμπαροχρώματα και άλλα υλικά για το Νεώριον. Έφερνε βέβαια και άλλα εμπορεύματα. Ήταν της ίδιας ταχύτητας με το «Δέσποινα», αλλά εν αντιθέσει προς το Δέσποινα η πρύμη του είχε παραμείνει χαμηλή όπως προ της μετασκευής, και ήταν βαμμένο μαύρο.
3. M/V «ΠΑΝΤΕΛΗΣ»
Ήταν μεγαλύτερο, κοντά διπλάσιο από το «Δέσποινα», ταχύτερο και πολυτελέστερο. Έλεγαν ότι ήταν πρώην Αμερικάνικο και ότι είχε χρησιμοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη για την ενίσχυση της παραγωγής ρεύματος. Τα πλοία της εταιρείας Φουστάνου εθεωρούντο Συριανά πλοία γιατί η οικογένεια Φουστάνου ήταν Συριανή και εζούσε τότε στη Σύρο.



1. Α/Π «ΙΟΝΙΟΝ»
Κατά τη δεκαετία του 50 έκανε τα δρομολόγια της αγόνου - Σαντορίνης. Ήταν γιαπωνέζικης κατασκευής, παλαιό πλοίο, με τη χαρακτηριστική πλώρη σε σχήμα S που έφεραν τα παλαιά γιαπωνέζικα πλοία. Ήταν πολύ βαθύ, αργό αλλά καλοτάξιδο. Το ονόμαζαν λόγω της βραδύτητάς του «αιώνιο». Το σκάφος ήταν βαμμένο μαύρο, ενώ η στενή, προς τα πίσω γυρτή τσιμινιέρα του και τα άλμπουρά του ήταν βαμμένα φάβα (έτσι ονομάζετο στους ναυτικούς κύκλους το κίτρινο-μπεζ χρώμα)
2. Α/Π «ΛΗΜΝΟΣ»
Αργότερα δρομολογήθηκε στις Κυκλάδες το «Λήμνος». Το «Λήμνος» ήταν μετασκευασμένη πολεμική κορβέτα. Ήταν ατμοκίνητο όπως και το «Ιόνιο» με παλινδρομική μηχανή. Είχε μία έλικα όπως και το «Ιόνιο», είχε όμως ικανοποιητική ταχύτητα, νομίζω 16 μίλια, ενώ το «Ιόνιο» ταξίδευε με 10-11 περίπου μίλια. Με τη μετασκευή είχαν προστεθεί πολλά υπερκατασκευάσματα, το πλοίο είχε χαβαλέ και οι διατοιχισμοί του ήταν μεγάλοι (μεγάλου τόξου) και αργοί. Η μηχανή του είχε τέσσερεις διαβαθμίσεις. Ο ελκισμός της τσιμινιέρας ήταν τεχνιτός και επιτυγχανόταν με ένα ισχυρό ανεμιστήρα (Fan) που έστελνε αέρα στο στόκολο. Για να μπείς στο τελευταίο έπρεπε να περάσεις από δύο συνεχόμενες πόρτες. Η πίεση που δημιουργείτο στο χώρο προκαλούσε τον ελκυσμό (αυτό εφαίνετο και στο βεβιασμένο τρόπο που έβγαινε ο καπνός). Εάν δεν υπήρχαν δύο πόρτες, τότε με την είσοδο στο λεβητοστάσιο θα γύριζαν οι φωτιές ανάποδα με αποτέλεσμα να κάψουν τον θερμαστή.
3. Α/Π «ΑΙΓΑΙΟΝ» & Α/Π «ΑΓΓΕΛΙΚΑ»
Ήταν δίδυμα πλοία. Εξωτερικά ήταν όμοια με μόνη διαφορά το χρώμα. Το ένα είχε βαμμένο το σκάφος μαύρο και το άλλο λευκό. Ήταν Καναδικής προέλευσης και έλεγαν ότι εταξίδευαν πριν έλθουν στην Ελλάδα στις Καναδικές λίμνες. Ήταν μεγάλα πλοία, νομίζω περί τους 5000 τόνους, καλοτάξιδα και ταχύπλοα. Είχαν μία προπέλα που την κινούσε μία παλινδρομική μηχανή με τέσσερεις διαβαθμίσεις. Μία πολύ υψηλή τσιμινιέρα τους έδινε μεγαλοπρέπεια. Η τεράστια βεράντα και οι πολύ μεγάλοι διάδρομοί τους τα έκαναν άνετα για τους επιβάτες. Οι αίθουσές τους ήταν μεγάλες και ψηλοτάβανες. Είχαν κάθετη πλώρη, γυρτή προς τα πίσω τσιμινιέρα και άλμπουρα, και γενικά είχαν την όμορφη γραμμή των παραδοσιακών ατμοπλοίων. Εκτελούσαν τα δρομολόγια μεταξύ 1950 και 1960.
4. Η εταιρεία «Τυπάλδου» είχε και άλλα πλοία που δεν ταξίδευαν όμως στις Κυκλάδες, όπως το κρουαζιερόπλοιο «Αττική», μεγαλύτερο από το «Αιγαίο» και «Αγγέλικα» και με δύο τσιμινιέρες.

Εταιρεία «Καβουνίδη»
Η Εταιρεία αυτή είχε πολλά και μεγάλα πλοία, κρουαζιερόπλοια, όμως από χρόνια δεν ασχολείται με την ακτοπλοΐα. Σαν επιβατηγά σκάφη που εξυπηρετούσαν τις Κυκλάδες είχε το Α/Π «Γλάρος» και το «Φίλιππος».
1. Α/Π. «ΓΛΑΡΟΣ»
Ήταν ένα πλοίο τύπου γιοτ. Μικρότερο από το «Μοσχάνθη» αλλά και κομψότερο. Ήταν βαμμένο ολόλευκο, με ένα μεγάλο γαλάζιο Κ στην υψηλή λευκή τσιμινιέρα του και αρκετά γρήγορο, γρηγορότερο από το «Μοσχάνθη». Εταξίδευε στις Κυκλάδες, νομίζω μέχρι το 60. Προ των Κυκλάδων έκανε τις γραμμές του Ιονίου. Δεν θεωρείτο καλοτάξιδο, εξ’ άλλου ήταν και μικρό.
2. Μ/V «ΦΙΛΛΙΠΟΣ»
Ήταν περίπου 2000 τόνων. Δεν δρομολογήθηκε επί πολύ στις Κυκλάδες. Η Μορφή του σκάφους, τα χαρακτηριστικά της πλώρης και της πρύμης, έδειχναν ότι είχε ναυπηγηθεί κατά τον πόλεμο ή λίγο προ αυτού.
Α/Π «ΆΝΔΡΟΣ»
Ήταν ανδριώτικης πλοιοκτησίας. Ήταν κομψό πλοίο, κάτω των 1000 τόνων και ταχύτητας περί τα 12 μίλια. Είχε πλώρη κάθετη (μπαλτάς), ήταν βαμμένο μαύρο με κίτρινα υψηλά άλμπουρα και κίτρινη και άσπρη τσιμινιέρα, υψηλή και μεγάλη. Εξακολούθησε να κάνει τη γραμμή της Σύρου και μετά την πώληση και τη μετονομασία του σε «Βαρβάρα Τσέπα». Είχε μία προπέλα και παλινδρομική ατμομηχανή. Εξυπηρέτησε τις γραμμές για μερικά χρόνια εντός της δεκαετίας του 50. Δεν εθεωρείτο καλοτάξιδο και εδυσκολεύετο στις μανούβρες μέσα στο λιμάνι.
Φέρρυ-μποτ «ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ»
Είναι το πρώτο Φέρρυ που δρομολογήθηκε στη Σύρο. Έκανε τη γραμμή Σύρου- Τήνου-Άνδρου-Ραφήνας. Νομίζω ότι ήταν ελληνικής ναυπηγήσεως. Ήταν μικρό, ίσως λίγο περισσότερο από 1000 τόνους αλλά καλοτάξιδο. Εξυπηρετούσε τη γραμμή κατά τη δεκαετία του 60. Ήταν διπλέλικο με μηχανές Diesel.
Εταιρεία «Μάρκος Νομικός»
1. T.S.S. «ΑΠΟΛΛΩΝ»
Ήταν το ταχύτερο ακτοπλοϊκό, 20 μίλια την ώρα. Ελέγετο ότι όταν άναβε και το δεύτερο καζάνι η ταχύτης του έφτανε τα 25 μίλια. Αν αυτό ήταν σωστό τότε ο «Απόλλων» παρ’ ότι δεν υπάρχει από χρόνια πολλά, εξακολουθεί να διατηρεί τα πρωτεία στην ταχύτητα από όλα τα μέχρι σήμερα ακτοπλοϊκά. Ήταν γαλλικής και εξαιρετικά επιμελημένης κατασκευής. Από την ναυπήγησή του έφερε και τιμόνι στην πλώρη για ευκολότερες μανούβρες στα λιμάνια. Εδώ όμως δεν εχρησιμοποιήθηκε ποτέ και το είχαν συγκολλήσει. Από ναυπηγικά σχέδια που ήταν κορνιζαρισμένα μέσα στο σαλόνι μπορούσε να αντιληφθεί κανείς τη θαυμάσια ναυπηγική του που καινοτομούσε για την εποχή. Το σκάφος είχε το μεγαλύτερο βάθος περί τη πλώρη ενώ το μεγαλύτερο πλάτος περί την πρύμη. Η μάσκα της πλώρης άνοιγε από χαμηλά, κοντά στη θάλασσα, με αποτέλεσμα όταν το πλοίο ταξίδευε ορθόπλωρα να κτυπά το κύμα επάνω της με ισχυρότατο γδούπο. Είχε θαυμάσια γραμμή και ήταν το καμάρι της ακτοπλοΐας. Την εποχή του 60 με 70 έκανε τη γραμμή Πειραιά-Σύρου-Τήνου- Μυκόνου, αλλά και τη γραμμή Παροναξίας. Ήταν διπλέλικο με δύο ισχυρότατους ατμοστροβίλους. (T.S.S. = ατμοστροβιλοκίνητο πλοίο)
2. T.S.S. «ΛΗΤΩ»
Διπλέλικο, ατμοστροβιλοκίνητο, λίγο μικρότερο από το «Απόλλων» και με λίγο μικρότερη ταχύτητα. Νομίζω ότι ήταν αγγλικής κατασκευής, περιποιημένο εσωτερικά, καθαρό και με ωραία γραμμή. Έκανε το δρομολόγιο Πειραιώς-Σύρου- Τήνου-Μυκόνου.
3. M/V «ΜΙΑΟΥΛΗΣ» – «ΚΑΝΑΡΗΣ» – «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ»
Τα χαρακτηριστικά τους περιγράφονται στο M/V «Κολοκοτρώνης» με το οποίο ήταν ακριβώς όμοια. Ήταν λευκά, όπως και όλα τα πλοία του Νομικού.
Εταιρεία «Καραγιώργη»
1. M/V «ΝΑΪΑΣ»
Το εικονιζόμενα πλοίο είναι το παλαιό «Ναϊάς» ή του ομοιάζει πολύ. Έκανε όπως και το σημερινό «Ναϊάς ΙΙ» τη γραμμή Σύρου-Τήνου-Μυκόνου κατά τη περίοδο μεταξύ 60 με 70. Ήταν Δανέζικο πλοίο πριν αγοραστεί. Εθεωρείτο βαθύ, καλοτάξιδο και σχετικά ταχύ. Ήταν διζελοκίνητο, διπλέλικο. Δεν μετέφερε αυτοκίνητα. Νομίζω ότι διελύθει.
2. Φέρρυ-Μποτ «ΝΑΪΑΣ II»
Είναι γαλλικής κατασκευής. Είναι ένα πολύ ευσταθές σκάφος, με πτερύγια ευσταθείας, ταχύτητας 18 περίπου μιλίων. Είναι διπλέλικο και κινείται από δύο μηχανές Diesel. Πουλήθηκε και σήμερα στις δύο τσιμινιέρες του φέρει το σήμα της εταιρείας Αγαπητός η οποία εταιρεία έχει και το αδερφό σκάφος «Γκόλντεν Βεργίνα».
Εταιρεία «Αγαπητός»
Εκτός από το «Ναϊάς ΙΙ» το οποίον είχε η εταιρεία Καραγιώργης (που περιγράφηκε πιο πάνω) και το οποίον σήμερα ανήκει στη ναυτιλιακή «Αγαπητός» η εταιρεία αυτή είχε και έχει και άλλα πλοία που έκαναν τις γραμμές των Κυκλάδων από πολλά χρόνια.
1. T.S.S. «ΑΓΑΠΗΤΟΣ»
Όπως το «Λητώ» και το «Απόλλων» έτσι και το «Αγαπητός» ήταν στροβιλοκίνητο, διπλέλικο, αρκετά ταχύ πλοίο, παλαιοτέρας όμως κατασκευής από τα δύο προηγούμενα. Νομίζω ότι ήταν αγγλικής ναυπηγήσεως. Έκανε τη γραμμή Πειραιά, Σύρου-Τήνου-Μυκόνου κατά τη περίοδο του 76 και όχι για πολύ χρονικό διάστημα. Θυμάμαι ότι είχε πρόβλημα με το τιμόνι το οποίον κολλούσε, με αποτέλεσμα να μη κυβερνιέται. Κάποτε το είχα δει ερχόμενο από Τήνο, λίγο πριν μπει στο λιμάνι της Σύρου, να διαγράφει ένα μεγάλο κύκλο από ανωμαλία στο τιμόνι.
2. M/V «ΚΥΚΛΑΔΕΣ»
Είναι ένα μικρό ferry-boat, περίπου 1200 τόνων, από τα πρώτα ferry στις γραμμές των Κυκλάδων, ταχύτητας περί τα 14 μίλια την ώρα. Νομίζω ότι ναυπηγήθηκε στην Ελλάδα. Διπλέλικο με δύο μηχανές, με δύο τιμόνια, με δύο τσιμινιέρες, τη μία δίπλα στην άλλη. Σήμερα εξυπηρετεί τις άγονες γραμμές. Περνούσε και από τη Σύρο προς Παροναξία. Είναι ένα πλοίο κοντόχονδρο και άκομψο. Άλλα πλοία της εταιρείας Αγαπητός είναι τα φέρρυ-μποτ «Αιγαίον» και «Νηρεύς» τα οποία είναι σύγχρονα. Σπανίως περνούν από Σύρο.
Φέρρυ-Μποτ «ΠΑΡΟΣ EXPRESS»
Πρόκειται για το διζελοκίνητο, διπλέλικο φέρρυ «Έλλη» της εταιρείας Τόγια -Φραγκουδάκη. Είναι από τα πρώτα μικρά φέρρυ. Ναυπηγήθηκε στο Πέραμα. Εξυπηρετεί ακόμα και επί 25 περίπου χρόνια τις Κυκλάδες. Τελευταία μετονομάστηκε σε Σχοινούσα. Το καλοκαίρι του 1990 ονομάστηκε «Πάρος Express» και μία φορά την εβδομάδα έφευγε από Σύρο (αφετηρία) για Μύκονο-Νάξο-Πάρο μέχρι και Μήλο. Είναι ελαφρό πλοίο, μποτζιάρικο. Με νότιο άνεμο, όταν ταξιδεύαμε προς Πειραιά, αναγκαζόταν να περάσει τη Τζια από το βορινό μέρος για να αποφύγει μεγάλο διατοιχισμό, ο οποίος γίνεται επικίνδυνος με φορτίο αυτοκινήτων.
Φέρρυ-Μποτ «ΝΑΞΟΣ» & «ΠΑΡΟΣ»
Ανήκαν στη Ναξιακή εταιρεία. Νομίζω ότι το «Νάξος» ναυπηγήθηκε στον Πειραιά (ή ίσως στο Πέραμα) όπως και το «Πάρος» που αρχικά ανήκε σε Κυπριακή εταιρεία. Περνούσαν, το «Νάξος» συχνότερα, από τη Σύρο προς Παροναξία. Σήμερα θεωρούνται μέτρια πλοία και από πλευράς μεγέθους και από πλευράς ταχύτητας εν συγκρίσει με τα σημερινά της γραμμής Παροναξίας. Είναι διπλέλικα διζελοκίνητα με δύο τσιμινιέρες, τη μία δίπλα στην άλλη. Χαρακτηριστικό τους είναι το μίνιο χρώμα τους.
Φέρρυ-Μποτ «ΣΑΜΑΙΝΑ» & Φέρρυ Μποτ «ΙΚΑΡΟΣ»
Ανήκουν σε Σαμιακή εταιρεία. Το «Σάμαινα» είναι ένα βαρύ σκάφος, πολύ γεροφτιαγμένο, γερμανικής ναυπηγικής. Το «Ίκαρος» είναι και αυτό γεροφτιαγμένο, πρώην νορβηγικό. Και τα δύο είναι πλοία ανοικτής θαλάσσης, καλοτάξιδα, πλατιά αλλά αργοτάξιδα.